- πολυμυξίνη
- η, Ν(φαρμ.) πολυπτεπτιδικό αντιβιοτικό βακτηριακής προέλευσης που απομονώνεται από καλλιέργειες τού είδους Bacillus polymyxa.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek